- άκρυπτος
- και -φτος, -η, -ο (Α ἄκρυπτος, -ον)αυτός που δεν τόν έκρυψαν, ο φανερόςνεοελλ.αυτός που δεν μπορεί να κρατηθεί μυστικός, να κρυφτεί.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. - + κρυπτὸς < κρύπτω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀκρύπτως — ἄκρυπτος adverbial ἄκρυπτος masc/fem acc pl (doric) ἀκρυπτος unhidden adverbial ἀκρυπτος unhidden masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρύπτους — ἄκρυπτος masc/fem acc pl ἀκρυπτος unhidden masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄκρυπτα — ἄκρυπτος neut nom/voc/acc pl ἀκρυπτος unhidden neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἄκρυπτα — ἄκρυπτα , ἄκρυπτος neut nom/voc/acc pl ἄκρυπτα , ἀκρυπτος unhidden neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άκρυφτος — η, ο βλ. άκρυπτος … Dictionary of Greek